- δίποδι
- δίπουςtwo-footedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπόδι — επίρρ. (για υποζύγια) με διποδισμό, με καλπασμό … Dictionary of Greek
ανθρωπονομικός — ἀνθρωπονομικός, ή, όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α) ανθρωπονομική (τέχνη) η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους «τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος… … Dictionary of Greek
υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ … Dictionary of Greek